Το μάζεμα της ελιάς άλλοτε

# Στην κορύφωσή του βρίσκεται αυτό τον καιρό το μάζεμα της ελιάς σε ολόκληρη τη Λέσβο. Όλες οι οικογένειες μαζεύουν τον ευλογημένο καρπό, ενώ τα λιοτρίβια δουλεύουν ασταμάτητα αλέθοντάς τον και βγάζοντας το λάδι. Στο μάζεμα της ελιάς άλλοτε στη Θερμή (και γενικότερα στη Λέσβο) είναι αφιερωμένος ένας μήνας από το φετινό ημερολόγιο του σχολείου. Οι φωτογραφίες είναι του πρώην Δημάρχου Λουτρόπολης Θερμής Δ. Καμενή, (που μας παραχωρήθηκαν για το πρόγραμμα «Ψηφιοποιώ την ιστορία του τόπου μου» ),  ενώ τα  κείμενα είναι του συνταξιούχου εκπαιδευτικού Ν. Λυκιαρδόπουλου.

 

# Σαν ξημέρωνε άνδρες και γυναίκες, κατευθύνονταν στην άκρη του χωριού για το συμφωνημένο από πιο μπροστά τόπο της πρωινής μάζωξης. Καθένας και καθεμιά να ενταχθεί στον ταϊφά που ανήκε και να πάρουν το δρόμο για τους ελαιώνες. Η μετάβαση στο χωράφι με τα πόδια . Γι’ αυτό, αν το χωράφι ήταν μακριά το συναπάντημα και η εκκίνηση γινόταν πιο πρωί.

 # Στο χωράφι το ζέσταμα στη φωτιά δεν κράταγε πολύ. Ίσα ίσα να «πιουν» τον ίδρο τους, να πυρώσουν λίγο το κορμί τους κι απ’ τις δυο πλευρές, να αμολάρουν τα χέρια τους, να φορέσουν αυτοσχέδια γάντια από κάλτσες ανδρικές κυρίως, που κάλυπταν τη χούφτα και την ανάστροφή της αφήνοντας γυμνά τα δάχτυλα, για να μπορούν να πιάνουν τις ελιές. # Οι μαζώχτρες φόραγαν τα σαλβάρια τους, έπαιρναν το καλάθι στα χέρια και τα μάζεμα της ελιάς ξεκινούσε.

  # Μόλις γέμιζαν τα πρώτα καλάθια έκανε την εμφάνισή του ο καλαθάς. Πίσω από το ημικύκλιο των μαζωχτριών τα έπαιρνε, τα άδειαζε σ’ ένα τσουβάλι, τα άφηνε πάλι μπροστά στις γυναίκες, για να μη χασομερούν καθόλου, το φορτωνόταν στην πλάτη, για να το μεταδειάσει σε άλλο μεγαλύτερο και έκανε το ίδιο με τα καλάθια των γυναικών του διπλανού δέντρου.

#  Σαν γέμιζαν τα τσουβάλια, ερχόταν η σειρά του γομαρά. Έφερνε κοντά τα υποζύγια, και με τη βοήθεια του καλαθά φόρτωναν τα ζώα με τα γεμάτα τσουβάλια. Ύστερα τα οδηγούσε στο ελαιοτριβείο, όπου άδειαζε στο αμπάρι τις ελιές μέχρι να αλεσθούν.

# Στις δώδεκα ακριβώς ακουγόταν από τα ελαιοτριβεία του χωριού ο ήχος της μπουρούς. Μαζώχτρες, καλαθάδες και γομαράδες σταματούσαν τη δουλειά, ξεκρέμαζαν από το δέντρο τα μεσάλια, που φύλαγαν το φαγητό, πλησίαζαν στη φωτιά, ανανεωμένη από τον καλαθά, κι όλος ο ταϊφάς κάθονταν να φάνε και να πάρουν μιας ώρας ανάσα.

# Αστείες κουβέντες και αθώα πειράγματα αναμεταξύ τους πλέκονταν ανάμεσα στις μεσημεριανές μπουκιές μέχρι να πάει η ώρα 1, οπότε, με το συριγμό της μπουρούς, ξανάρχιζαν το μάζεμα.

#  Τρεις ώρες ακόμα κοπιαστικής δουλειάς ακόμα μέχρι τις 4, ώρα που, ακουγόταν η καμπάνα του εσπερινού και σήμαινε τη λήξη του μεροκάματου. Οι γυναίκες τέντωναν τη μέση τους, για να ισιώσει από το ανακούρκουδο κάθισμα και ύστερα έπαιρναν το μονοπάτι της επιστροφής. Σε λίγη ώρα θα άρχιζε η λάτρα του σπιτιού!

Συγγραφέας: 
avalesis